ΙΘΑΚΗ ΚΕΙΜΕΝΑ



Σύνοψη της Θεωρίας Dörpfeld

Δημήτρη Σπ. Τσερέ, Φιλολόγου
 
Ο rpfeld, πριν να ασχοληθεί με τη Λευκάδα, έκανε ανασκαφές στην Ιθάκη. Τα αποτελέσματα όμως δεν τον έπεισαν ότι αυτή είναι η πατρίδα του Οδυσσέα. Έτσι το 1900 αποφασίζει να ψάξει την ομηρική Ιθάκη στη Λευκάδα.
Τις ανασκαφές στη Λευκάδα τις άρχισε το 1901 και την πρώτη εκτενή έκθεση της θεωρίας του τη δημοσίευσε με τον τίτλο «Das Homerische Ithaka» στα Σύμμικτα Perrot στο πανηγυρικό τεύχος για για την 70η επέτειο των γενεθλίων του ιστορικού της τέχνης Georges Perrot (Paris 1902). Όλα τα αποτελέσματα της πολύχρονης έρευνάς του τα δημοσίευσε στο μνημειώδες έργο του Alt Ithaka (München, 1927). Το Alt Ithaka αποδόθηκε στα ελληνικά από τον Βασίλη Φραγκούλη: «Λευκάς, η ομηρική Ιθάκη», Επετηρίς Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, Β΄ (1972), Αθήνα 1973, ο οποίος πρόσθεσε αρκετά σχόλια στο κείμενο του Dörpfeld.
Ο πυρήνας της θεωρίας του βρίσκεται στο περίφημο χωρίο του  ι της Οδύσσειας: 
Νεαιτάω[1][1] δ’  θάκην εδείελον[2][2]· ν δ’ ρος ατ
Νήριτον ενοσίφυλλον, ριπρεπές [3][3]· μφ[4][4] δ νσοι 
πολλαί ναιετάουσι μάλα σχεδν λλήλσι[5][5]
Δουλίχιόν τε Σάμη τε κα λήεσσα Ζάκυνθος.
Ατή  δ  χθαμαλ[6][6] πανυπερτάτη εν λ κεται 
πρς ζόφον[7][7], α  δ  τ’ νευθε πρς ἠῶ  τ’ έλιόν τε[8][8]...
                                                                                                       (Ομήρου ι, 21-26)

     Στις ομηρικές ονομασίες του χωρίου:  Ιθάκη, Δουλίχιον, Σάμη, Ζάκυνθος ο
Dörpfeld «διαβάζει» αντίστοιχα:  Λευκάδα, Κεφαλληνία, Ιθάκη, Ζάκυνθος.
Σ’ αυτούς που (στηριζόμενοι κυρίως στον αρχαίο γεωγράφο του 1ου π.Χ. αιώνα Στράβωνα[9][9]) υποστήριζαν ότι η Λευκάδα στην αρχαιότητα δεν ήταν νησί, ο Dörpfeld. απαντά ότι η Λευκάδα ήταν πάντα νησί και ότι η διάνοιξη της διώρυγας  ανάμεσα από τη Λευκάδα και την Ακαρνανία απ’ τους Κορίνθιους τον 7ο π.Χ. αιώνα (την οποία αναφέρει ο Στράβων) έγινε απλώς για να απομακρυνθούν τα φερτά υλικά και να εκβαθυνθεί η λιμνοθάλασσα, όπως πολλές φορές έχει γίνει μέχρι σήμερα χωρίς να αμφισβητηθεί η ιδιότητα της Λευκάδας ως νησιού. 
Η αλλαγή του ονόματος έγινε όταν οι Δωριείς περί το 1100 π.Χ. κατέκτησαν τη σημερινή Λευκάδα, δηλαδή την τότε Ιθάκη. Οι Ιθακήσιοι κατέφυγαν στην τότε ονομαζόμενη Σάμη και την ονόμασαν Ιθάκη, όπως ονομαζόταν η παλιά τους πατρίδα.


 [10][1] ναιετάω = κατοικώ
       
[11][2] εϋδείελος = με το ωραίο δειλινό, όχι η ευδιάκριτη, αυτή που διακρίνεται από μακριά.
       
[12][3] ενοσίφυλλον, ριπρεπές = δασωμένο και δυνατό
      
[13][4] μφ  δ νσοι = πέριξ αυτής, και από τις δύο μεριές της, όχι η Ιθάκη στο κέντρο και τα νησιά κύκλο γύρω
      
[14][5] μάλα σχεδν λλήλσι = πολύ κοντά το ένα στο άλλο
      
[15][6] χθαμαλή : Η θάλασσα στα ανοιχτά της φαίνεται ψηλή, προς τη στεριά χαμηλώνει.
      
[16][7] πανυπερτάτη πρς ζόφον: Σήμερα γνωρίζουμε ότι το πιο δυτικό νησί από τα τέσσερα είναι η Κεφαλλονιά. Για να άρει την αντίφαση ο Dörpfeld, υποστηρίζει ότι ο προσανατολισμός των αρχαίων δεν ήταν τόσο ακριβής όσο ο δικός μας και, σύμφωνα μ’ αυτόν τον μη ακριβή προσανατολισμό, δυτικότερη θεωρούσαν τη Λευκάδα, δηλαδή την ομηρική Ιθάκη.
     
[17][8] Κατά τον Dörpfeld  η σωστή μετάφραση των κρίσιμων στίχων 25-26 είναι: Αυτή κείται χαμηλά στη θάλασσα (δηλαδή: κοντά στην ακτή) [Ατή  δ  χθαμαλ εν λί κεται], τελευταία από τα τέσσερα νησιά προς δυσμάς [πανυπερτάτη πρς ζόφον], τα δε άλλα νησιά  βρίσκονται απομακρυσμένα από την ακτή [α  δ  τ’ νευθε] προς την ανατολή και τον ήλιο [πρς ἠῶ  τ’ έλιόν τε]
     
[18][9] Στράβωνος Χ, 452: Κορίνθιοι δ πεμφθέντες πό Κυψέλου κα Γαργάσου ταύτην τε κατέσχον τν κτν κα μέχρι το μβρακικο κόλπου προσλθον κα τε μβρακία συνκίσθη κα νακτόριον κα τν τε χερσόννησον διορύξαντες ποίησαν νσον τν Λευκάδα. http://lefkada.gr/pages.asp?pageid=908&langid=1




                ==========================================================


Στίχοι:
Ραψωδία Ι
16-28

... νΰν δ' όνομα πρώτον μυθήσομαι, όφρα και ύμεϊς
εϊδετ', έγώ δ' άν έπειτα φυγών ϋπο νηλεές ήμαρ
ύμϊν ξεΐνος έω και άπόπροθι δώματα ναίων.
εϊμ' Όδυσεϋς Λαερτιάδης, δς πάσι δόλοισιν
άνθρώποισι μέλω, καί μευ κλέος ούρανόν ϊκει.
ναιετάω δ "Ιθάκην εύδείελον• έν δ' όρος αυτή
Νήριτον είνοσίφυλλον άριπρεπές• άμφ'ι δέ νήσοι
πολλαΐ ναιετάουσι μάλα σχεδόν άλλήλησι,
Δουλίχιόν τε Σάμη τε και ύλήεσσα Ζάκυνθος,
αύτη δέ χθαμαλή πανυπερτάτη είν άλ'ι κείται
πρός ζόφον, αί δέ τ' άνευθε πρός ήώ τ' ήέλιόν τε,
τρηχεϊ', άλλ' αγαθή κουροτρόφος• ου τοι έγώ γε
ής γαίης δύναμαι γλυκερώτερον άλλο ίδέσθαι.

μετάφραση
Και πρώτα τ' όνομα μου ας πω, κι εσείς να το γνωρίστε,
κι εγώ κατόπι, το σκληρό το χάρο σαν ξεφύγω,
να μείνω πάντα φίλος σας, κι ας κατοικώ μακριά σας.
Είμ' ο Δυσσέας, του Λαέρτη ο γιος, που ξέρουν όλοι οι άνθρωποι
τους δόλους μου, κι η δόξα μου στον ουρανό ανεβαίνει.
Και κατοικώ στο λιόλουστο το θιάκι, που έχει απάνω
το Νήριτο, τρανό βουνό που σειεί αψηλά τα φύλλα,
κι ολόγυρα πολλά νησιά το 'να κοντά 'ναι of άλλο,
η Σάμη και το Δουλιχιό, κι η Ζάκυνθο η δεντράτη.
Ετούτη χάμου απλώνεται στα πέλαγα της Δύσης,
τ' άλλα νησιά 'ναι ξέχωρα, στ' ανάβλεμμα του ήλιου.
Πέτρες γεμάτο, μα καλό λεβέντες για να βγάζη.
Άλλο απ' τη γης μου πιο γλυκό δεν ξέρω εγώ στον κόσμο.




======================================================================

Παράλληλα κείμενα – Αλκίνου απόλογοι
Πρόκειται για τους 38 πρώτους στίχους από τη ραψωδία Ι της Οδύσσειας. Ήδη, στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα προσφέρεται ως διδακτική άσκηση η αντιπαραβολή των μεταφράσεων Μαρωνίτη και Καζαντζάκη-Κακριδή. Εγώ πρόσθεσα τη μετάφραση του Εφταλιώτη που την πήρα από τον Μικρό Απόπλου του φίλου Άγγ. Περδικούρη, και τη μετάφραση του Ζήσιμου Σίδερη. Επίσης, το πρωτότυπο.
Αν κάποιος φίλος έχει να εισφέρει άλλη μετάφραση, παρακαλείται να τη στείλει!
Στην ενότητα αυτή, παρατίθενται:
1.      Το πρωτότυπο, Στίχοι 1-38 της Οδύσσειας του Ομήρου («Αλκίνου Απόλογοι»)
2.      Τη μετάφραση του Αργύρη Εφταλιώτη
3.      Τη μετάφραση των Ν. Καζαντζάκη & Ι.Θ.Κακριδή
4.      Τη μετάφραση του Ζήσιμου Σιδέρη
5.  Τη μετάφραση του Δημ. Μαρωνίτη




 1. Ομήρου Οδύσσεια ι 1-38
Τν δ΄ παμειβμενος προσφη πολμητις δυσσες·
λκνοε κρεον͵ πντων ριδεκετε λαν͵
τοι μν τδε καλν κουμεν στν οιδο
τοιοδ΄͵ οος δ΄ στ͵ θεοσ΄ ναλγκιος αδν.
ο γρ γ γ τ φημι τλος χαριστερον εναι
τ΄ ϋφροσνη μν χ κτα δμον παντα͵
δαιτυμνες δ΄ ν δματ΄ κουζωνται οιδο
μενοι ξεης͵ παρ δ πλθωσι τρπεζαι
στου κα κρειν͵ μθυ δ΄ κ κρητρος φσσων
ονοχος φορέῃσι κα γχείῃ δεπεσσι·
τοτ τ μοι κλλιστον ν φρεσν εδεται εναι.
σο δ΄ μ κδεα θυμς πετρπετο στονεντα
ερεσθ΄͵ φρ΄ τι μλλον δυρμενος στεναχζω.
τ πρτν τοι πειτα͵ τ δ΄ σττιον καταλξω;
κδε΄ πε μοι πολλ δσαν θεο Ορανωνες.
νν δ΄ νομα πρτον μυθσομαι͵ φρα κα μες
εδετ΄͵ γ δ΄ ν πειτα φυγν πο νηλες μαρ
μν ξενος ω κα ππροθι δματα ναων.
εμ΄ δυσες Λαερτιδης͵ ς πσι δλοισιν
νθρποισι μλω͵ κα μευ κλος ορανν κει.
ναιετω δ΄ θκην εδεελον· ν δ΄ ρος ατ͵
Νριτον ενοσφυλλον͵ ριπρεπς· μφ δ νσοι
πολλα ναιετουσι μλα σχεδν λλλσι͵
Δουλχιν τε Σμη τε κα λεσσα Ζκυνθος.
ατ δ χθαμαλ πανυπερττη εν λ κεται
πρς ζφον͵ α δ τ΄ νευθε πρς ἠῶ τ΄ ἠέλιν τε͵
τρηχε΄͵ λλ΄ γαθ κουροτρφος· ο τι γ γε
ς γαης δναμαι γλυκερτερον λλο δσθαι.
μν μ΄ ατθ΄ ρυκε Καλυψ͵ δα θεων͵
ν σπεσι γλαφυροσι͵ λιλαιομνη πσιν εναι·
ς δ΄ ατως Κρκη κατερτυεν ν μεγροισιν
Ααη δολεσσα͵ λιλαιομνη πσιν εναι·
λλ΄ μν ο ποτε θυμν ν στθεσσιν πειθεν.
ς οδν γλκιον ς πατρδος οδ τοκων γνεται͵
ε περ κα τις ππροθι πονα οκον
γαίῃ ν λλοδαπ ναει πνευθε τοκων.
ε δ΄ γε τοι κα νστον μν πολυκηδ΄ νσπω͵
ν μοι Ζες φηκεν π Τροηθεν ἰόντι.



2. Αλκίνου απόλογοι (ι 1-38), μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη (1914)

Τότε γυρίζει ο τρίξυπνος Δυσσέας και του κρένει·
Αλκίνο, πρώτε βασιλιά, και τω λαών καμάρι,
καλό 'ναι αλήθεια τέτοιονε τραγουδιστή ν' ακούμε,
σαν πού 'ν' ετούτος, που θεού λες κι η φωνή του μοιάζει.
5 Τι πιο χαριτωμένη εγώ ζωή δεν ξέρω κι άλλη,
παρ' όταν όλος ο λαός τριγύρω αναγαλλιάζη,
και στα παλάτια οι σύδειπνοι αράδα καθισμένοι
ακούνε τον τραγουδιστή, με τα τραπέζια ομπρός τους
γεμάτα κρέας και ψωμί, κι ο κεραστής σαν παίρνη
10 απ' το κροντήρι το κρασί και χύνη στα ποτήρια.
Στον κόσμο τ' ομορφότερο λογιάζω αυτό πως είναι.
Όμως τα βαριοστέναχτα δεινά μου να ρωτήξης
σου 'ρθε λαχτάρα, πιο βαριά για να στενάζω ακόμα.
Τί πρώτο να σου δηγηθώ, και τί στερνό, που μύρια
15 κακά μου δώκανε οι θεοί που κατοικούν τα ουράνια.
Και πρώτα τ' όνομά μου ας πω, κι εσείς να το γνωρίστε,
κι εγώ κατόπι, το σκληρό το χάρο σαν ξεφύγω,
να μείνω πάντα φίλος σας, κι ας κατοικώ μακριά σας.
Είμ' ο Δυσσέας, του Λαέρτη ο γιός, που ξέρουν όλοι οι ανθρώποι
20 τους δόλους μου, κι η δόξα μου στον ουρανό ανεβαίνει.
Και κατοικώ στο λιόλουστο το Θιάκι, που έχει απάνω
το Νήριτο, τρανό βουνό που σειεί αψηλά τα φύλλα,
κι ολόγυρα πολλά νησιά τό 'να κοντά 'ναι στ' άλλο,
η Σάμη και το Δουλιχιό, κι η Ζάκυνθο η δεντράτη.
25 Ετούτη χάμου απλώνεται στα πέλαγα της Δύσης,
τ' άλλα νησιά 'ναι ξέχωρα, στ' ανάβλεμμα του ήλιου.
Πέτρες γεμάτο, μα καλό λεβέντες για να βγάζη.
Άλλο απ' τη γης μου πιο γλυκό δεν ξέρω εγώ στον κόσμο.
Με κράτησε κι η Καλυψώ, η θεά η χαριτωμένη,
30 μες στη σπηλιά της, κι άντρας της να γίνω λαχταρούσε·
με κράταε στα παλάτια της η Κίρκη, η θεά της Αίας,
η δολοπλέχτρα, κι άντρας της να γίνω λαχταρούσε·
όμως ποτές δε γύρισαν αυτές το νου μου εμένα.
Από πατρίδα και γονιούς γλυκότερο δεν έχει
35 τίποτ' ο άνθρωπος, κι ας ζη σε πλουτισμένο σπίτι
γης ξενικιάς κι απόμερης, μακριά από τους γονιούς του.
Μα τώρα το πολύπαθο ταξίδι ας ιστορήσω,
που ο μέγας Δίας μου όρισε σα μίσευα απ' την Τροία.


3. Μετάφραση Καζαντζάκη – Κακριδή
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Αλκίνοε, βασιλιά περίλαμπρε, μες στο λαό σου ο πρώτος,
αλήθεια είναι όμορφο να κάθεσαι ν' ακούς τον τραγουδάρη,
και νά 'ναι σαν αυτόν, που ακούγεται καθώς θεού η φωνή του.
Άλλη αναγάλλια εγώ τρανότερη δεν ξέρω, μόνο νά 'χει
ο κόσμος όλος σε ξεφάντωση στρωθεί, κι οι καλεσμένοι
στο αρχονταρίκι ν'αφουγκράζονται το θείο τον τραγουδάρη,
γραμμή καθούμενοι· και δίπλα τους γεμάτα τα τραπέζια
ψωμί και κρέατα· κι ανασέρνοντας κρασί από το κροντήρι
να τρέχει ο κεραστής στις κούπες τους να το κερνάει, να πίνουν.
Αυτή η χαρά λογιάζω εστάθηκεν η πιο τρανή του ανθρώπου.
Μα να η καρδιά σου που λαχτάρησε τα πάθη μου να μάθει
τα θλιβερά, για να φουντώσουνε πιο ακόμα οι αναστεναγμοί μου.
Τί πρώτο να σου πω και τί στερνό ν' αφήσω, απ' όσα μύρια
βάσανα μού δωκαν οι αθάνατοι, που κυβερνούν τα ουράνια;
Μα τ' όνομά μου πρώτα ακούσετε, για να το ξέρετε όλοι·
θέλω κι αργότερα ξεφεύγοντας της μοίρας και του Χάρου,
να μείνω φίλος σας, κι ας βρίσκεται το αρχοντικό μου αλάργα.
Είμαι ο Οδυσσέας, ο γιος του αντρόκαρδου Λαέρτη· ο κόσμος όλος
ξέρει τους δόλους μου, κι η δόξα μου ψηλά στα ουράνια φτάνει!
Πατρίδα μου είν' η Ιθάκη η ξέφαντη, με το καμαρωμένο
το Νήριτο, το φυλλοσούσουρο βουνό της, κι ένα γύρο
νησιά πολλά προβάλλουν, όλα τους κοντά κοντά βαλμένα,
η Σάμη, η δασωμένη Ζάκυνθο και το Δουλίχιο· κι είναι
η Ιθάκη χαμηλή, στο πέλαγο ψηλά ψηλά στη δύση,
μα τ' άλλα αλάργα στου ήλιου βρίσκουνται και στης αυγής τα μέρη.
Πετραδερό νησί, μα ασύγκριτη λεβεντομάνα, κι ούτε
άλλο στον κόσμο εγώ γλυκότερο μπορώ να δω απ' τη γη μου.
Η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, στις βαθουλές σπηλιές της
μου αντίσκοφτε το δρόμο, θέλοντας να με κρατήσει γι' άντρα.
Κι η Κίρκη η δολερή απ' το σπίτι της στην Αία να φύγω πίσω
δε μ' άφηνε, κι αυτή γυρεύοντας να με κρατήσει γι' άντρα.
Όμως ποτέ δε μου μετάστρεψαν τη γνώμη μες στα στήθη·
τι πιο γλυκό στον κόσμο τίποτε δεν ξέρω από πατρίδα
κι από γονιούς, ακόμα αν κάθεσαι σε μυριοπλούσια σπίτια
στα ξένα μέρη εκεί που βρέθηκες, αλάργα απ' τους γονιούς σου.
Άκουσε τώρα το πολύπαθο του γυρισμού ταξίδι
που μού 'χε ο Δίας ορίσει, ως άφηνα της Τροίας τη χώρα πίσω.
[Ν. Καζαντζάκης & Ι.Θ. Κακριδής, Ομήρου Οδύσσεια, Μετάφραση, Αθήνα 1965 (ανατ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1986), σ.119-20].

4. Μετάφραση Ζήσιμου Σιδέρη (εκδόσεις Ζαχαρόπουλος)
Κι απάντησε ο πολύπειρος Δυσέας κι έτσι του’ πε:
«Αλκίνο, αφέντη βασιλιά και παινεμένε απ’ όλους,
αυτό είναι το καλύτερο, ν’ ακούσουμε έναν τέτοιο,
ως είναι αυτός, τραγουδιστή πόχει φωνή αθανάτου.
Γιατί δεν ξέρω άλλο σκοπό πιο χαρωπό στον κόσμο,
παρ’ όταν μ’ ήσυχη καρδιά ζουν όλοι μέσ’ στη χώρα
κι οι καλεσμένοι κάθονται μέσ’ στο παλάτι αράδα
κι ακούνε τον τραγουδιστή κι έχουν τραπέζι εμπρός τους
ψωμιά γεμάτο και ψητά κι από κροντήρι παίρνει
ο κεραστής γλυκό κρασί και χύνει στα ποτήρια.
Απ’ όλα, αυτό μου φαίνεται το πιο όμορφο πως είναι.
Τώρα σού ζήτησε η καρδιά για τα δικά μου πάθια
να με ρωτήσεις, πιο πολύ γι’ αυτά να κλάψω ακόμα.
Τί πρώτο απ’ όλα να σου πω και τί στερνό ν’ αφήσω,
που αμέτρητα τα βάσανα μού δώσανε οι ουράνιοι.
Και τώρα πρώτα θα σου πω να μάθεις τ’ όνομά μου,
κι αν στα στερνά απ’ το μαύρο μου το ριζικό γλυτώσω
να μείνω πάντα φίλος σας κι ας κάθουμαι έτσι αλάργα.
Εγώ είμαι τού Λαέρτη ο γιος Δυσέας, που όλοι λένε
τις τέχνες μου, κι η δόξα μου ως τα ουράνια φτάνει,
και κατοικώ στο ξέφαντο, το φημισμένο Θιάκι,
πόχει το Νήριτο βουνό, ψηλό και δεντρωμένο,
κι ολόγυρα πολλά νησιά, το’ να κοντά με τ’ άλλο,
τη δασωμένη Ζάκυνθο, τη Σάμη, το Δουλίχι.
Πιο κάτω απ’ όλα, χαμηλό το Θιάκι, στου πελάγου
τα δυτικά, κι ηλιόβγαλμα κοιτάζουν όλα τ’ άλλα.
Βραχότοπος, μα ξακουστή παλληκαριών γεννήτρα.
Δεν είδα απ’ την πατρίδα μου γλυκύτερο στον κόσμο.
Έτσι λοιπόν η Καλυψώ με κράτησε η νεράιδα,
μέσ’ στη βαθουλωτή σπηλιά ποθώντας με για ταίρι.
Έτσι μ’ εμπόδιζε έπειτα κι η δολοπλέχτρα η Κίρκη
στο σπίτι της και ταίρι της να μ’ έχει λαχταρούσε.
Όμως ποτέ δεν έπειθαν στα στήθια την καρδιά μου.
Γιατί δεν έχει πιο γλυκό στον κόσμο απ’ την πατρίδα
κι απ’ τους γονιούς· κι αν κάθεσαι σε αρχοντικά παλάτια
μέσ’ στην πικρή την ξενητιά κι απ’ τους γονιούς σου αλάργα.
Μα ελάτε τον πολύπαθο ν’ ακούστε γυρισμό μου,
που μ’ ώρισε του Κρόνου ο γιος σαν έφυγα απ’ την Τροία.

5. Μετάφραση Δ. Μαρωνίτη
Γυρνώντας τότε του αποκρίθηκε ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Ευγενικέ μου Αλκίνοε, που ξεχωρίζεις πρώτος στον λαό σου,
ωραίο πράγματι ν' ακούς έναν καλό αοιδό,
όπως αυτός εδώ, με θεία θά 'λεγες φωνή.
Κι ομολογώ, απόλαυση άλλη δεν υπάρχει πιο χαριτωμένη,
απ' όταν σμίγει ο κόσμος όλος σ' ευφροσύνη· στην αίθουσα
οι καλεσμένοι, καθισμένοι στη σειρά, ακούν τον αοιδό
προσηλωμένοι· και τα τραπέζια εκεί μπροστά γεμάτα
ψωμί και κρέας· ο οινοχόος να τραβά απ' τον κρατήρα
το κρασί και να περνά, να το κερνά στις κούπες.
Βαθιά το αισθάνομαι πως είναι αυτό ό,τι πιο ωραίο υπάρχει.
Εσένα όμως η ψυχή σου ορμήθηκε να μάθεις τις βαριές μου
συμφορές, για να με κάνεις πιο πολύ να οδύρομαι και να στενάζω.
Τί πρώτο αλήθεια να σου πω, τί τελευταίο να αφήσω,
εμένα που με βάρυναν με τόσα βάσανα οι επουράνιοι θεοί;
Τώρα θα ομολογήσω πρώτο το όνομά μου, να το κατέχετε
κι εσείς, κι εγώ στο μέλλον, όταν και αν τη μοίρα μου
ξεφύγω, να μείνω ο φίλος σας, κι ας κατοικώ
τόσο μακριά στο αρχοντικό μου.
Είμαι λοιπόν ο Οδυσσεύς, γιος του Λαέρτη, όλοι καλά με ξέρουν
για τους δόλους μου, η φήμη μου έχει φτάσει ψηλά στον ουρανό.
Πατρίδα μου η Ιθάκη που την γνωρίζεις εύκολα· στη μέση της
υψώνεται βουνό, το Νήριτο περήφανο, ο άνεμος κλονίζει
τα φυλλώματά του. Τριγύρω κατοικούνται κι άλλα
πολλά νησιά, πολύ κοντά το ένα στο άλλο,
Δουλίχιο και Σάμη, η δασωμένη Ζάκυνθος.
Αν είναι χαμηλή η Ιθάκη, βρίσκεται όμως πιο ψηλά
στην αλμυρή τη θάλασσα και προς τη δύση ―τα άλλα νησιά,
μακραίνοντας, κοιτούν τον ήλιο στο ξημέρωμα.
Τραχιά, κι όμως καλή, τρέφει τα παλικάρια της λαμπρά ―
εγώ δεν ξέρω νά 'χω δει κάτι γλυκύτερο απ' τη γη της.
Αλλά με κράτησε μακριά η Καλυψώ στις θολωτές σπηλιές της,
θεά δαιμονική, από τον πόθο ταίρι της να με κάνει.
Όπως μ' εμπόδισε κι η Κίρκη, μες στο δικό της το παλάτι
δολερή, εκεί στην Αία, από τον πόθο ταίρι της να με κάνει.
Κι όμως δεν μπόρεσε το φρόνημά μου να λυγίσει μες στα στήθη ―
τίποτε άλλο πιο γλυκό από πατρίδα και γονιούς,
έστω κι αν κάποιος κατοικεί σε τόσο πλούσιο σπίτι
αλλά σε τόπο ξένο απόμακρα, απ' τους δικούς του χωρισμένος.
Ήλθε ο καιρός ωστόσο τον πολυδάκρυτό μου νόστο να ιστορήσω,
όπως ο Ζεύς τον όρισε, όταν ξεκίνησα να φύγω από την Τροία.
[Δ. Ν. Μαρωνίτης, Ομήρου Οδύσσεια. Απόλογοι. Κίκονες-Λωτοφάγοι-Κύκλωπες, ραψωδία ι. Μετάφραση-Επιλεγόμενα, Στιγμή: Αθήνα 1993, σ.9-11]




====================================================================


Tilemahos
ΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ Ο ΟΜΗΡΟΣ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΟΣΟ ΚΑΛΑ ΤΗΝ ΙΘΑΚΗ?

Η Ιθάκη είναι «ευδείελος, κραναή, αμφίαλος», δηλαδή έχει ωραίο δειλινό, είναι πετρώδης και περικυκλωμένη από θάλασσα. (Παράξενο να μιλάει έτσι για ένα νησί που έτσι κι αλλιώς είναι περικυκλωμένο από θάλασσα! Σημειώστε αυτή την παρατήρηση παρακαλώ και συγκρατείστε την στο μυαλό σας, θα δούμε γιατί). Η Ιθάκη, έχει ένα βουνό που το λένε Νήριτον. Το Νήριτον όρος είναι «εινοσίφυλλον και αριπρεπές», σύνδενδρο και μεγαλοπρεπές. Γύρω από την Ιθάκη βρίσκονται πολλά νησιά, πάρα πολύ κοντά το ένα με το άλλο, το Δουλίχιον, η Σάμη και η «υλήεσσα» δασώδης [ύλη = δέντρο, ξυλεία εξ’ ού και υλο-τόμος, υλο-τομία] Ζάκυνθος.

Και συνεχίζει ο Όμηρος την φωτογραφική περιγραφή: «αυτή δέ χθαμαλή πανυπερτάτη ειν' αλί κείται προς ζόφον, αι δέ άνευθε πρός ηώ τ' ηέλιόν τε», αυτή (η Ιθάκη), κείται χαμηλή στη θάλασσα, προς την ακτή, η πιο εξωτερική από όλες προς τη δύση, [ζόφος = δύση, σκοτεινιά, → παράγωγα: ζοφερός = σκοτεινός, Ζέφυρος = δυτικός άνεμος], οι δε άλλες (νήσοι), μακριά προς την ανατολή και τον ήλιο (βρίσκονται).

Ας μας πει κάποιος εάν ο Όμηρος δίνει τέτοιου είδους κατατοπιστικές περιγραφές για την πατρίδα του την Ιωνία, ή την Χίο, ή για τις υπόλοιπες που διεκδικούν την καταγωγή του! Αλλά οι συγκλονιστικές λεπτομέρειες της περιγραφής της Ιθάκης δεν εξαντλούνται εδώ.

Υπάρχουν εκεί «αρδμοί επηετανοί» (Οδύσσεια ν 247), δηλαδή ρυάκια διαρκούς ροής, και πηγές. Στη ραψωδία ν, της Οδύσσειας, στους στίχους 96-112, έχουμε μια λεπτομερέστατη πάλι περιγραφή του λιμανιού του Φόρκυνος. Εσωτερικά του λιμανιού αυτού και πιο μέσα, βρίσκεται μια ελιά με στενόμακρα φύλλα και πολύ κοντά της μια ωραία σκοτεινή και θολωτή σπηλιά των Νυμφών, αφιερωμένη στις Ναϊάδες.

Μέσα στη σπηλιά υπάρχουν πέτρινοι αμφορείς και κρατήρες (σταλαγμίτες) και ένα μελίσσι που φτιάχνει εκεί μέσα το μέλι του. Μέσα στη σπηλιά υπάρχουν θαυμάσια πράγματα να δει κανείς, όπως πέτρινοι αργαλειοί (σταλακτίτες) και παντού νερά που τρέχουν συνεχώς. Η σπηλιά έχει δύο ανοίγματα (θύρες). Η μία κοιτάζει προς τον Βορρά και οι άνθρωποι έχουν πρόσβαση από αυτήν.

Η άλλη όμως που κοιτάζει κατά το Νότο είναι αδιάβατη γι’ αυτό είναι θεϊκή. Η είσοδος από εκεί απαγορεύεται στους ανθρώπους, μόνο οι θεοί έχουν το δικαίωμα να μπουν ή να διαβούν από εκεί.

Κοντά στην πόλη υπάρχει μια καλοκαμωμένη και δια χειρός κατασκευασμένη κρήνη «κρήνην τυκτήν» από την οποία παίρνουν νερό όλοι οι πολίτες. Γύρω από τη βρύση απλώνεται ένα άλσος. Το άλσος έχει μέσα λεύκες παντού και από έναν ψηλό βράχο πέφτει κρύο νερό, ενώ υπεράνω «εφύπερθε(ν)» του βράχου υπήρχε βωμός για τις νύμφες και ο κάθε περαστικός μπορούσε να προσφέρει θυσία.

Κοντά στο λιμάνι του Φόρκυνος βρίσκεται η χοιροσπηλιά του Εύμαιου, του χοιροβοσκού, με 600 γουρούνια μέσα. Η χοιροσπηλιά βρίσκεται σε χώρο προφυλαγμένο. Ο Εύμαιος είχε φτιαξει ο ίδιος εκεί μέσα μια κυκλική ψηλή αυλή και μια καλύβα. Υπήρχαν τέσσερα σκυλιά που γαύγιζαν με το παραμικρό «κύνες υλακόμωροι» (Οδύσσεια ξ 29).

Από τη χοιροσπηλιά προς το ανάκτορο του Οδυσσέα, ο δρόμος είναι ολισθηρός και τόσο απότομος που πρέπει να στηρίζεται κάποιος σε ραβδί για να μπορέσει να βαδίσει, (Οδ. ρ 196).

Η Ιθάκη έχει τραχύ έδαφος και είναι ακατάλληλη για άλογα. Δεν έχει τεράστιες εκτάσεις. Έχει όμως άφθονο σιτάρι, βγάζει κρασί, πέφτουν πολλές βροχές και υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός αιγοπροβάτων αλλά και βοοειδών. Είναι κατάφυτη από πολλά και ποικίλα δένδρα και αφθονούν οι πηγές και τα νερά, (Οδύσσεια ν 237-247).

Δίκαια θα σκεφτούμε τώρα ότι μόνο ένας Ιθακήσιος θα ήταν σε θέση να δώσει τόσες και τέτοιες περιγραφές για την πατρίδα του. Μόνο κάποιος που γεννήθηκε, έζησε και περπάτησε σε αυτά τα χώματα, μπορεί να δώσει τόσες πληροφορίες!

Το ερώτημα σχηματίζεται και παραμένει καυτό: ο Όμηρος κατάγεται από την Ιθάκη;

Γιατί μόνο την Ιθάκη περιγράφει με συγκλονιστικές λεπτομέρειες και όχι και την Χίο ή την Σμύρνη εάν κάποια από αυτές είναι η πατρίδα του;

Με όλα αυτά φωτογραφίζει την Ιθάκη… όμως… μήπως δεν πρόκειται για την Ιθάκη (σημερινό Θιάκι); Μήπως ο Όμηρος, φωτογραφίζει την… Λευκάδα; Μήπως, η για αιώνες νομιζόμενη Ιθάκη είναι στην πραγματικότητα η ΛΕΥΚΑΔΑ;


Αναρτήθηκε στο http://melitilexeis.blogspot.com/
http://www.facebook.com/topic.php?uid=43136532115&topic=7465&post=33738